αντιλυρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιλυρικός η αντιλυρική το αντιλυρικό
      γενική του αντιλυρικού της αντιλυρικής του αντιλυρικού
    αιτιατική τον αντιλυρικό την αντιλυρική το αντιλυρικό
     κλητική αντιλυρικέ αντιλυρική αντιλυρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιλυρικοί οι αντιλυρικές τα αντιλυρικά
      γενική των αντιλυρικών των αντιλυρικών των αντιλυρικών
    αιτιατική τους αντιλυρικούς τις αντιλυρικές τα αντιλυρικά
     κλητική αντιλυρικοί αντιλυρικές αντιλυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιλυρικός < αντι- + λυρικός

Επίθετο

αντιλυρικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη λύρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.