αντικομφορμίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντικομφορμίστρια | οι | αντικομφορμίστριες |
| γενική | της | αντικομφορμίστριας | των | αντικομφορμιστριών |
| αιτιατική | την | αντικομφορμίστρια | τις | αντικομφορμίστριες |
| κλητική | αντικομφορμίστρια | αντικομφορμίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντικομφορμίστρια < αντικομφορμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
αντικομφορμίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.