αντικειμενισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντικειμενισμός | οι | αντικειμενισμοί |
| γενική | του | αντικειμενισμού | των | αντικειμενισμών |
| αιτιατική | τον | αντικειμενισμό | τους | αντικειμενισμούς |
| κλητική | αντικειμενισμέ | αντικειμενισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντικειμενισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αντικειμενισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποβάλει οτιδήποτε υποκειμενική γνώμη και να διατηρήσει μόνο ό,τι μπορεί να αντιληφθεί μέσω των αισθήσεων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντικειμενισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.