αντικειμενικός προσδιορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντικειμενικός προσδιορισμός | οι | αντικειμενικοί προσδιορισμοί |
| γενική | του | αντικεμενικού προσδιορισμού | των | αντικειμενικών προσδιορισμών |
| αιτιατική | τον | αντικειμενικό προσδιορισμό | τους | αντικειμενικούς προσδιορισμούς |
| κλητική | αντικειμενικέ προσδιορισμέ | αντικειμενικοί προσδιορισμοί | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντικειμενικός προσδιορισμός < → δείτε τις λέξεις αντικειμενικός και προσδιορισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.ci.me.niˈkos pɾoz.ði.o.ɾiˈzmos/
Ουσιαστικό
αντικειμενικός προσδιορισμός αρσενικό
- (οικονομία) για ακίνητα: ο υπολογισμός της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια, όπως για παράδειγμα η περιοχή του ακινήτου[1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντικειμενικός προσδιορισμός
|
|
Αναφορές
- αντικειμενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.