αντικαταστάτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντικαταστάτρια οι αντικαταστάτριες
      γενική της αντικαταστάτριας των αντικαταστατριών
    αιτιατική την αντικαταστάτρια τις αντικαταστάτριες
     κλητική αντικαταστάτρια αντικαταστάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντικαταστάτρια < αντικαταστάτης + -τρια

Ουσιαστικό

αντικαταστάτρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  αντικαταστάτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.