αντίλημμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντίλημμα | τα | αντιλήμματα |
| γενική | του | αντιλήμματος | των | αντιλημμάτων |
| αιτιατική | το | αντίλημμα | τα | αντιλήμματα |
| κλητική | αντίλημμα | αντιλήμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντίλημμα < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αντιλαμβάνομαι και λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.