αντηχήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αντηχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντηχώ
  2. θα αντηχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντηχώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αντηχήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντήχηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.