ανοσοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανοσοποίηση | οι | ανοσοποιήσεις |
| γενική | της | ανοσοποίησης* | των | ανοσοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ανοσοποίηση | τις | ανοσοποιήσεις |
| κλητική | ανοσοποίηση | ανοσοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανοσοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανοσοποίηση < ανοσο(ποιώ) + -ποίηση, απόδοση για τη γαλλική immunisation [1]
Ουσιαστικό
ανοσοποίηση θηλυκό
- (ιατρική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανοσοποιώ
Μεταφράσεις
ανοσοποίηση
Αναφορές
- ανοσοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.