ανοσοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσοποίηση οι ανοσοποιήσεις
      γενική της ανοσοποίησης* των ανοσοποιήσεων
    αιτιατική την ανοσοποίηση τις ανοσοποιήσεις
     κλητική ανοσοποίηση ανοσοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοσοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανοσοποίηση < ανοσο(ποιώ) + -ποίηση, απόδοση για τη γαλλική immunisation [1]

Ουσιαστικό

ανοσοποίηση θηλυκό

  • (ιατρική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανοσοποιώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.