ανοσοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ανοσοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοσοποιώ
  2. θα ανοσοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοσοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ανοσοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοσοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.