ανορθολογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανορθολογισμός οι ανορθολογισμοί
      γενική του ανορθολογισμού των ανορθολογισμών
    αιτιατική τον ανορθολογισμό τους ανορθολογισμούς
     κλητική ανορθολογισμέ ανορθολογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανορθολογισμός < αν- στερητικό + ορθός λόγος

Ουσιαστικό

ανορθολογισμός αρσενικό

  1. η έλλειψη ορθολογισμού, η ιδιότητα του ανορθολογικού
  1. η στάση, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις μας και η λύση των προβλημάτων μας δεν βασίζονται στη λογική.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.