ανοξικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανοξικόα | οι | ανοξικόες |
| γενική | της | ανοξικόας | των | ανοξικοών |
| αιτιατική | την | ανοξικόα | τις | ανοξικόες |
| κλητική | ανοξικόα | ανοξικόες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανοξικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anoxic < anoxia < an- + oxygen + -ia < αρχαία ελληνική ὀξύς + γίγνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.