ανιστορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανιστορώ < (ελληνιστική κοινή) ἀνιστορέω / ἀνιστορῶ < αρχαία ελληνική ἱστορέω / ἱστορῶ < ἵστωρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ni.stoˈɾo/
Ρήμα
ανιστορώ (παθητική φωνή: ανιστορούμαι)
- (λογοτεχνικό) αφηγούμαι, διηγούμαι
- ※ Μα, να στ' ανιστορήσω απ' την αρχή, αφού νοιάζεσαι να καταγράφεις κάτι τέτοια. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
- ≈ συνώνυμα: εκθέτω, εξιστορώ, ιστορώ
- εικονογραφώ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.