relate

Αγγλικά (en)

ενεστώτας relate
γ΄ ενικό ενεστώτα relates
αόριστος related
παθητική μετοχή related
ενεργητική μετοχή relating

Ρήμα

relate (en)

  1. συσχετίζω, δείχνω μια σύνδεση μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων
    It’s difficult to relate any of those phenomena with/to any known causes.
    Είναι δύσκολο να συσχετίσει κανείς αυτά τα φαινόμενα με οποιεσδήποτε γνώστες αιτίες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη associate
  2. (επίσημο) αφηγούμαι, δίνω μια προφορική ή γραπτή αναφορά για κάτι· λέω μια ιστορία
    She related her adventures.
    Αφηγήθηκε τις περιπέτειές της.

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.