ανισοζύγιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανισοζύγιση | οι | ανισοζυγίσεις |
| γενική | της | ανισοζύγισης* | των | ανισοζυγίσεων |
| αιτιατική | την | ανισοζύγιση | τις | ανισοζυγίσεις |
| κλητική | ανισοζύγιση | ανισοζυγίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανισοζυγίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ανισοζύγιση
|
|
Αναφορές
- ανισοζύγιση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.