ανθότυρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθότυρο τα ανθότυρα
      γενική του ανθότυρου των ανθότυρων
    αιτιατική το ανθότυρο τα ανθότυρα
     κλητική ανθότυρο ανθότυρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθότυρο

Ετυμολογία

ανθότυρο < μεσαιωνική ελληνική ἀθότυρο μετά από λόγια επέμβαση που αποκατέστησε το χαμένο ν στο συνθετικό ἄθος και ἀθθός και ἀθός (που συνυπήρξε στο μεσαίωνα με το ἄνθος αλλά όχι για τα τυροκομικά)

Ουσιαστικό

ανθότυρο ουδέτερο

  • (τυρί) είδος μαλακού και ανάλατου τυριού -μερικοί παρασκευαστές βάζουν και λίγο αλάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.