ανθότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθότοπος οι ανθότοποι
      γενική του ανθότοπου των ανθότοπων
    αιτιατική τον ανθότοπο τους ανθότοπους
     κλητική ανθότοπε ανθότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθότοπος < ανθό- + -τοπος

Ουσιαστικό

ανθότοπος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.