ανθόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανθόρροια | οι | ανθόρροιες |
| γενική | της | ανθόρροιας | των | ανθορροιών |
| αιτιατική | την | ανθόρροια | τις | ανθόρροιες |
| κλητική | ανθόρροια | ανθόρροιες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθόρροια < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ανθόρροια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.