ανθρωπωνυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωπωνυμία οι ανθρωπωνυμίες
      γενική της ανθρωπωνυμίας των ανθρωπωνυμιών
    αιτιατική την ανθρωπωνυμία τις ανθρωπωνυμίες
     κλητική ανθρωπωνυμία ανθρωπωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθρωπωνυμία < ανθρωπωνύμιο + -ία

Ουσιαστικό

ανθρωπωνυμία θηλυκό

  • (γλωσσολογία) η επιστήμη (κλάδος της γλωσσολογίας) που μελετά τα ονόματα των ανθρώπων

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.