ανθρωποθάλασσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποθάλασσα οι ανθρωποθάλασσες
      γενική της ανθρωποθάλασσας των ανθρωποθαλασσών
    αιτιατική την ανθρωποθάλασσα τις ανθρωποθάλασσες
     κλητική ανθρωποθάλασσα ανθρωποθάλασσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρωποθάλασσα σε δρόμο της Ισπανίας

Ετυμολογία

ανθρωποθάλασσα < ανθρωπο- + θάλασσα

Ουσιαστικό

ανθρωποθάλασσα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.