ικεμπάνα
Νέα ελληνικά
(el)
σύνθεση
ικεμπάνα
με λουλούδια
Ετυμολογία
ικεμπάνα
<
(
άμεσο δάνειο
)
ιαπωνική
生け花
(
いけばな
,
ikebana
)
Ουσιαστικό
ικεμπάνα
θηλυκό
η ιαπωνική τέχνη της
ανθοδετικής
, της δημιουργίας
συνθέσεων
με λουλούδια
ικεμπάνα
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
ικεμπάνα
αγγλικά
:
ikebana
(en)
γαλλικά
:
ikebana
(fr)
γερμανικά
:
Ikebana
(de)
εβραϊκά
:
איקבנה
(he)
εσπεράντο
:
ikebano
(eo)
πολωνικά
:
ikebana
(pl)
ουκρανικά
:
Ікебана
(uk)
ρωσικά
:
икебана
(ru)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.