ανθελονοσιακό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθελονοσιακό τα ανθελονοσιακά
      γενική του ανθελονοσιακού των ανθελονοσιακών
    αιτιατική το ανθελονοσιακό τα ανθελονοσιακά
     κλητική ανθελονοσιακό ανθελονοσιακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθελονοσιακό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανθελονοσιακός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

ανθελονοσιακό ουδέτερο

  • (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που χορηγείται κατά της ελονοσίας
    το βασικότερο φάρμακο των ανθελονοσιακών είναι η κινίνη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανθελονοσιακό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ανθελονοσιακός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ανθελονοσιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.