ερυσίπελας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ερυσίπελας < αρχαία ελληνική ἐρυσίπελας < ερυθρός + πέλ- · βλέπε και λατινικό pellis(δέρμα)

Ουσιαστικό

ερυσίπελας ουδέτερο, μόνο στον ενικό, γενική ερυσιπέλατος

  • (ιατρική): λοιμώδης νόσος με εξάνθημα την πρώτη και δεύτερη ημέρα, πρόκειται για σοβαρή λοίμωξη του δέρματος και των υποδόριων ιστών από στρεπτόκοκκο που προκαλεί ερυθρό εξάνθημα, κυρίως στο πρόσωπο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.