ανεικονικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεικονικότητα | οι | ανεικονικότητες |
| γενική | της | ανεικονικότητας | των | ανεικονικοτήτων |
| αιτιατική | την | ανεικονικότητα | τις | ανεικονικότητες |
| κλητική | ανεικονικότητα | ανεικονικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανεικονικότητα < ανεικονικός + -ότητα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ανεικονικός και εικόνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.