ανδροκρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδροκρατικός η ανδροκρατική το ανδροκρατικό
      γενική του ανδροκρατικού της ανδροκρατικής του ανδροκρατικού
    αιτιατική τον ανδροκρατικό την ανδροκρατική το ανδροκρατικό
     κλητική ανδροκρατικέ ανδροκρατική ανδροκρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδροκρατικοί οι ανδροκρατικές τα ανδροκρατικά
      γενική των ανδροκρατικών των ανδροκρατικών των ανδροκρατικών
    αιτιατική τους ανδροκρατικούς τις ανδροκρατικές τα ανδροκρατικά
     κλητική ανδροκρατικοί ανδροκρατικές ανδροκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανδροκρατικός < ανδροκρατία

Επίθετο

ανδροκρατικός

  • ο σχετικός με την κυριαρχία των ανδρών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.