ανατραπείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανατραπείς & ανατραπέντας |
η | ανατραπείσα | το | ανατραπέν |
| γενική | του | ανατραπέντος & ανατραπέντα |
της | ανατραπείσας & ανατραπείσης* |
του | ανατραπέντος |
| αιτιατική | τον | ανατραπέντα | την | ανατραπείσα | το | ανατραπέν |
| κλητική | ανατραπείς & ανατραπέντα |
ανατραπείσα | ανατραπέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανατραπέντες | οι | ανατραπείσες | τα | ανατραπέντα |
| γενική | των | ανατραπέντων | των | ανατραπεισών | των | ανατραπέντων |
| αιτιατική | τους | ανατραπέντες | τις | ανατραπείσες | τα | ανατραπέντα |
| κλητική | ανατραπέντες | ανατραπείσες | ανατραπέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανατραπείς < από την αρχαία μετοχή ἀνατραπείς, ἀνατραπεῖσα, ἀνατραπέν, του παθητικού αορίστου του ρήματος ἀνατρέπω
Μετοχή
ανατραπείς
- που ανατράπηκε (χρησιμοποιείται πια κυρίως για πρόσωπα και καταστάσεις αλλά σπανιότερα και για αντικείμενα)
- τα ανατραπέντα καθεστώτα - το ανατραπέν καθεστώς
- εις βάρος του ανατραπέντα δικτάτορα σχηματίστηκε δικογραφία και...
- ο ανατραπείς πρόεδρος της Ουκρανίας
- η ανατραπείσα απόφαση (δικαστηρίου, συμβουλίου κ.λπ.)
- θα τιμωρείται με κίτρινη κάρτα και ο ανατραπείς ποδοσφαιριστής!
- εντοπίστηκαν οι ανατραπείσες λέμβοι των μεταναστών
Μεταφράσεις
ανατραπείς
|
Ρηματικός τύπος
ανατραπείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατρέπομαι
- θα ανατραπείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατρέπομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.