ανατέλλων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανατέλλων < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

ανατέλλων, -ουσα, -ον

  1. (μιλώντας για κάποιο ουράνιο σώμα) που ανατέλλει
  2. (μεταφορικά) που αρχίζει, που ξεκινάει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.