ανατέλλων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανατέλλων < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
ανατέλλων, -ουσα, -ον
- (μιλώντας για κάποιο ουράνιο σώμα) που ανατέλλει
- (μεταφορικά) που αρχίζει, που ξεκινάει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.