αναστενάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναστενάρης | οι | αναστενάρηδες |
| γενική | του | αναστενάρη | των | αναστενάρηδων |
| αιτιατική | τον | αναστενάρη | τους | αναστενάρηδες |
| κλητική | αναστενάρη | αναστενάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναστενάρης < ίσως από μεσαιωνική ελληνική λέξη που συνδύασε το αναστενάζω με το στρηνιάζω (ερωτικό πάθος, οίστρος)
Ουσιαστικό
αναστενάρης αρσενικό και αναστενάρισσα το θηλυκό
- εκείνος που μετέχει στα αναστενάρια, το έθιμο της εκστατικής πυροβασίας ανήμερα Κωνσταντίνου και Ελένης
Μεταφράσεις
αναστενάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.