αναστενάρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αναστενάρια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | αναστενάρια | ||
| κλητική | αναστενάρια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

άνδρας συμμετέχει σε αναστενάρια
Ετυμολογία
- αναστενάρια < αναστενάρης
Ουσιαστικό
αναστενάρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαογραφία) (θρησκεία) έθιμο πυροβασίας στη γιορτή του Αγίου Κωνσταντινου και της Αγίας Ελένης
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αναστενάρης, αναστενάζω και στενάζω
Σημειώσεις
- γράφεται και με αρχικό κεφαλαίο: Αναστενάρια
Μεταφράσεις
Πηγές
- αναστενάρια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.