ανασκάφτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανασκάφτω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ανασκάφτω , πρτ.: ανάσκαφτα, στ.μέλλ.: θα ανασκάψω, αόρ.: ανάσκαψα, παθ.φωνή: ανασκάφτομαι, μτχ.π.π.: ανασκαμμένος μτχ ενεργ. ενεστ. ανασκάφτοντας

Κλίση

  • λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.