σκάφτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκάφτω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈska.fto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκά‐φτω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
σκάφτω
|
→ δείτε τη λέξη σκάβω |
Αναφορές
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.