αναρχοσυνδικαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναρχοσυνδικαλιστικός < αναρχοσυνδικαλισμός + -τικός
Επίθετο
αναρχοσυνδικαλιστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) (πολιτική)που έχει σχέση με τον αναρχοσυνδικαλισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αναρχοσυνδικαλισμός
Μεταφράσεις
αναρχοσυνδικαλιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.