ανανεωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανανεωτικός | η | ανανεωτική | το | ανανεωτικό |
| γενική | του | ανανεωτικού | της | ανανεωτικής | του | ανανεωτικού |
| αιτιατική | τον | ανανεωτικό | την | ανανεωτική | το | ανανεωτικό |
| κλητική | ανανεωτικέ | ανανεωτική | ανανεωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανανεωτικοί | οι | ανανεωτικές | τα | ανανεωτικά |
| γενική | των | ανανεωτικών | των | ανανεωτικών | των | ανανεωτικών |
| αιτιατική | τους | ανανεωτικούς | τις | ανανεωτικές | τα | ανανεωτικά |
| κλητική | ανανεωτικοί | ανανεωτικές | ανανεωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανανεωτικός < ανανεώνω
Επίθετο
ανανεωτικός
- που ανανεώνει φυσικά, συναισθηματικά
- Τα μπάνια στη θάλασσα είναι ανανεωτικά
- που αναμορφώνει, μεταρρυθμίζει, φέρνει άνεμο αλλαγής σε έναν φορέα ή που έχει την πρόθεση να προκαλέσει αλλαγές
- Είναι ανανεωτικός και δεν τον αφήνουν να ανεβεί στην ιεραρχία του κόμματος
Μεταφράσεις
ανανεωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.