ανανεωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανανεωτικός η ανανεωτική το ανανεωτικό
      γενική του ανανεωτικού της ανανεωτικής του ανανεωτικού
    αιτιατική τον ανανεωτικό την ανανεωτική το ανανεωτικό
     κλητική ανανεωτικέ ανανεωτική ανανεωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανανεωτικοί οι ανανεωτικές τα ανανεωτικά
      γενική των ανανεωτικών των ανανεωτικών των ανανεωτικών
    αιτιατική τους ανανεωτικούς τις ανανεωτικές τα ανανεωτικά
     κλητική ανανεωτικοί ανανεωτικές ανανεωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανανεωτικός < ανανεώνω

Επίθετο

ανανεωτικός

  1. που ανανεώνει φυσικά, συναισθηματικά
    Τα μπάνια στη θάλασσα είναι ανανεωτικά
  2. που αναμορφώνει, μεταρρυθμίζει, φέρνει άνεμο αλλαγής σε έναν φορέα ή που έχει την πρόθεση να προκαλέσει αλλαγές
    Είναι ανανεωτικός και δεν τον αφήνουν να ανεβεί στην ιεραρχία του κόμματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.