αναμπουμπούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναμπουμπούλα οι αναμπουμπούλες
      γενική της αναμπουμπούλας
    αιτιατική την αναμπουμπούλα τις αναμπουμπούλες
     κλητική αναμπουμπούλα αναμπουμπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναμπουμπούλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αναμπουμπούλα θηλυκό

  • κατάσταση μεγάλης αναταραχής, αναστάτωσης και συνήθως πολύ θορυβώδης

Συνώνυμα

Παροιμίες

  • ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται: όταν παρουσιάζεται μια ανώμαλη κατάσταση συνήθως παρουσιάζονται και επιτήδειοι που την εκμεταλλεύονται για προσωπικό όφελος (χρησιμοποιείται με διαφορετικό τονισμό ή σειρά των λέξεων για να τονίσει είτε το πόσο επικίνδυνη είναι η κατάσταση είτε ότι κάποιο άτομο εκμεταλλεύεται την κατάσταση)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.