αναμάσημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναμάσημα | τα | αναμασήματα |
| γενική | του | αναμασήματος | των | αναμασημάτων |
| αιτιατική | το | αναμάσημα | τα | αναμασήματα |
| κλητική | αναμάσημα | αναμασήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναμάσημα < αναμασώ
Ουσιαστικό
αναμάσημα ουδέτερο
- ξαναμάσημα, μηρυκασμός
- Το αναμάσημα της τροφής
- (μεταφορικά) το να λέει κάποιος τα ίδια και τα ίδια, να λέει τα ίδια με άλλα λόγια, να λέει τα ίδια λόγια, ουσιαστικά να επαναλαμβάνεται ακόμα κι αν χρησιμοποιεί άλλες λέξεις (συνήθης χρήση)
- Στα τηλεοπτικά "παράθυρα" παρατηρείται ένα αναμάσημα και ταυτόσημων ειδήσεων αλλά και ταυτόσημου χειρισμού τους, ταυτόσημης πολιτικής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.