αναμάσημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναμάσημα τα αναμασήματα
      γενική του αναμασήματος των αναμασημάτων
    αιτιατική το αναμάσημα τα αναμασήματα
     κλητική αναμάσημα αναμασήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναμάσημα < αναμασώ

Ουσιαστικό

αναμάσημα ουδέτερο

  1. ξαναμάσημα, μηρυκασμός
    Το αναμάσημα της τροφής
  2. (μεταφορικά) το να λέει κάποιος τα ίδια και τα ίδια, να λέει τα ίδια με άλλα λόγια, να λέει τα ίδια λόγια, ουσιαστικά να επαναλαμβάνεται ακόμα κι αν χρησιμοποιεί άλλες λέξεις (συνήθης χρήση)
    Στα τηλεοπτικά "παράθυρα" παρατηρείται ένα αναμάσημα και ταυτόσημων ειδήσεων αλλά και ταυτόσημου χειρισμού τους, ταυτόσημης πολιτικής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.