αναμασώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναμασώ < ανά + μασώ

Ρήμα

αναμασώ (παθητικό: αναμασιέμαι και αναμασώμαι)

  1. ξαναμασάω ένα τρόφιμο, μηρυκάζω (για ζώα)
  2. μασάω καλά το φαγητό μου, το μασάω ξανά και ξανά
  3. λέω τα ίδια και τα ίδια ή επαναλαμβάνω λόγια και έννοιες που ανέφεραν άλλοι προηγουμένως, επαναλαμβάνω τα λεγόμενά τους είτε αυτολεξεί είτε με διαφορετική φρασεολογία, δεν λέω τίποτα καινούργιο
    Δεν ανοίγω πια την τηλεόραση.Αναμασιούνται τα ίδια και τα ίδια, αναπαράγουν ακριβώς το ίδιο υλικό

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.