ανακούρκουδα

Νέα ελληνικά (el)

Αγόρι που κάθεται ανακούρκουδα, με τους γλουτούς να ακουμπούν ή να προσεγγίζουν τις φτέρνες.

Ετυμολογία

ανακούρκουδα < μεσαιωνική ελληνική ἀνακούρκουδα[1] < ελληνιστική κοινή κλωκυδά[1] [2] < ὀκλαδόν < αρχαία ελληνική ὀκλάζω < κλάω / κλῶ[1]

Επίρρημα

ανακούρκουδα

  1. (οικείο) σε στάση με βαθύ κάθισμα, όπου τα γόνατα είναι λυγισμένα και η στήριξη του σώματος είναι συνήθως από τα δάκτυλα των ποδιών
      Οι γυναίκες, καθισμένες ανακούρκουδα, κάτι κοπανίζανε σε μεγάλα πέτρινα γουδιά. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])
  2. (οικείο) οκλαδόν
  3. (ιδιωματικό) πέφτοντας ανάποδα και με το κεφάλι, ανάκυρτα, ανάσκελα
     συνώνυμα: ανακούρδικα, ανακούρδουκα

  • ανακούκουρδα
  • ανεκούρκουδα

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. ανακούρκουδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.