αναδιοργανωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναδιοργανωτής οι αναδιοργανωτές
      γενική του αναδιοργανωτή των αναδιοργανωτών
    αιτιατική τον αναδιοργανωτή τους αναδιοργανωτές
     κλητική αναδιοργανωτή αναδιοργανωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναδιοργανωτής < αναδιοργανώνω + -της

Ουσιαστικό

αναδιοργανωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.