ευθυμολόγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευθυμολόγημα τα ευθυμολογήματα
      γενική του ευθυμολογήματος των ευθυμολογημάτων
    αιτιατική το ευθυμολόγημα τα ευθυμολογήματα
     κλητική ευθυμολόγημα ευθυμολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευθυμολόγημα < εύθυμος + -ο- + -λόγημα

Ουσιαστικό

ευθυμολόγημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.