ανάσχεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάσχεση | οι | ανασχέσεις |
| γενική | της | ανάσχεσης* | των | ανασχέσεων |
| αιτιατική | την | ανάσχεση | τις | ανασχέσεις |
| κλητική | ανάσχεση | ανασχέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανασχέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάσχεση < (ελληνιστική κοινή) ἀνάσχεσις < ἔχω
Ουσιαστικό
ανάσχεση θηλυκό
- η παρεμπόδιση της εξέλιξης ενός δυσάρεστου γεγονότος ή φαινομένου, η συγκράτηση και η επιτυχής αντιμετώπιση ενός κινδύνου
- το 2ο Σύνταγμα κινήθηκε με σκοπό την ανάσχεση της εχθρικής επίθεσης
Συγγενικά
- ανασχετικός
- → δείτε τη λέξη έχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.