ανάκυψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκυψη οι ανακύψεις
      γενική της ανάκυψης* των ανακύψεων
    αιτιατική την ανάκυψη τις ανακύψεις
     κλητική ανάκυψη ανακύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάκυψη < (καθαρεύουσα) ανάκυψις < ανακύπτω + -σις

Ουσιαστικό

ανάκυψη θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού ανακύπτω
  2. (αθλητισμός) η επαναφορά του σώματος στην όρθια στάση
     αντώνυμα: επίκυψη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.