ανάβρασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάβρασμα τα αναβράσματα
      γενική του αναβράσματος των αναβρασμάτων
    αιτιατική το ανάβρασμα τα αναβράσματα
     κλητική ανάβρασμα αναβράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάβρασμα < αναβράζω + -μα

Ουσιαστικό

ανάβρασμα ουδέτερο

  1. βράσιμο
  2. παφλασμός
  3. αναταραχή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.