αμφισβητίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αμφισβητίας οι αμφισβητίες
      γενική του/της αμφισβητία των αμφισβητιών
    αιτιατική τον/την αμφισβητία τους/τις αμφισβητίες
     κλητική αμφισβητία αμφισβητίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμφισβητίας < αμφισβητώ

Ουσιαστικό

αμφισβητίας αρσενικό και θηλυκό

  • εκείνος/η που αμφισβητεί τα πάντα, που δεν αμφισβητεί απλώς κάτι συγκεκριμένο, αλλά εγείρει διαρκώς ενστάσεις για όλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.