αμφιβληστροειδίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφιβληστροειδίτιδα οι αμφιβληστροειδίτιδες
      γενική της αμφιβληστροειδίτιδας των αμφιβληστροειδίτιδων
    αιτιατική την αμφιβληστροειδίτιδα τις αμφιβληστροειδίτιδες
     κλητική αμφιβληστροειδίτιδα αμφιβληστροειδίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμφιβληστροειδίτιδα < αμφιβληστροειδ(ής) + -ίτιδα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αμφιβληστροειδίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.