αμφεταμίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμφεταμίνη | οι | αμφεταμίνες |
| γενική | της | αμφεταμίνης | των | αμφεταμινών |
| αιτιατική | την | αμφεταμίνη | τις | αμφεταμίνες |
| κλητική | αμφεταμίνη | αμφεταμίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμφεταμίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αμφεταμίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική): φάρμακο που επιταχύνει προσωρινά την λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και χρησιμοποιείται στην θεραπεία διάφορων παθήσεων όπως η κατάθλιψη
Μεταφράσεις
αμφεταμίνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.