αμυδρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμυδρά < αμυδρ(ός) +

Επίρρημα

αμυδρά

  • με μικρή ένταση, λίγο, όχι καθαρά
    Στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας φαίνεται αμυδρά η Παναγία των Παρισίων.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αμυδρά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.