αμυδρά
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
αμυδρά
Συνώνυμα
- θαμπά
- μόλις, μόλις που
- συγκεχυμένα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αμυδρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμυδρό, ουδέτερο του αμυδρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.