αμυγδαλόπετρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυγδαλόπετρα οι αμυγδαλόπετρες
      γενική της αμυγδαλόπετρας των αμυγδαλοπετρών
    αιτιατική την αμυγδαλόπετρα τις αμυγδαλόπετρες
     κλητική αμυγδαλόπετρα αμυγδαλόπετρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμυγδαλόπετρα < αμύγδαλ(ο) + -ό- + πέτρα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.mi.ɣðaˈlo.pe.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμυγδαλόπετρα

Ουσιαστικό

αμυγδαλόπετρα θηλυκό[1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αμυγδαλόπετρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
  2. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν, τόμ. Α΄ (Εν Αθήναις: Π.Α. Πετράκος, 1908)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.