αμυγδαλόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμυγδαλόπετρα | οι | αμυγδαλόπετρες |
| γενική | της | αμυγδαλόπετρας | των | αμυγδαλοπετρών |
| αιτιατική | την | αμυγδαλόπετρα | τις | αμυγδαλόπετρες |
| κλητική | αμυγδαλόπετρα | αμυγδαλόπετρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμυγδαλόπετρα < αμύγδαλ(ο) + -ό- + πέτρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.mi.ɣðaˈlo.pe.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μυ‐γδα‐λό‐πε‐τρα
Μεταφράσεις
αμυγδαλόπετρα
|
|
Αναφορές
- αμυγδαλόπετρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν, τόμ. Α΄ (Εν Αθήναις: Π.Α. Πετράκος, 1908)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.