αμυγδαλέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμυγδαλέλαιο | τα | αμυγδαλέλαια |
| γενική | του | αμυγδαλέλαιου | των | αμυγδαλέλαιων |
| αιτιατική | το | αμυγδαλέλαιο | τα | αμυγδαλέλαια |
| κλητική | αμυγδαλέλαιο | αμυγδαλέλαια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμυγδαλέλαιο < (ελληνιστική κοινή) ἀμυγδαλέλαιον, μορφολογικά αναλύεται αμύγδαλ(ο) + -έλαιο
Ουσιαστικό
αμυγδαλέλαιο ουδέτερο
- ειδικό έλαιο, που παράγεται με την έκθλιψη των καρπών της αμυγδαλιάς και χρησιμοποιείται για τις φαρμακευτικές και καλλωπιστικές του ιδιότητες
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.