αμπολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμπολή | οι | αμπολές |
| γενική | της | αμπολής | των | αμπολών |
| αιτιατική | την | αμπολή | τις | αμπολές |
| κλητική | αμπολή | αμπολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμπολή < μεσαιωνική ελληνική ἐμπολή < ελληνιστική κοινή ἐμβολή
Ουσιαστικό
αμπολή θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βάλλω
Μεταφράσεις
αμπολή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.