αμπελοφιλοσοφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμπελοφιλοσοφικός | η | αμπελοφιλοσοφική | το | αμπελοφιλοσοφικό |
| γενική | του | αμπελοφιλοσοφικού | της | αμπελοφιλοσοφικής | του | αμπελοφιλοσοφικού |
| αιτιατική | τον | αμπελοφιλοσοφικό | την | αμπελοφιλοσοφική | το | αμπελοφιλοσοφικό |
| κλητική | αμπελοφιλοσοφικέ | αμπελοφιλοσοφική | αμπελοφιλοσοφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμπελοφιλοσοφικοί | οι | αμπελοφιλοσοφικές | τα | αμπελοφιλοσοφικά |
| γενική | των | αμπελοφιλοσοφικών | των | αμπελοφιλοσοφικών | των | αμπελοφιλοσοφικών |
| αιτιατική | τους | αμπελοφιλοσοφικούς | τις | αμπελοφιλοσοφικές | τα | αμπελοφιλοσοφικά |
| κλητική | αμπελοφιλοσοφικοί | αμπελοφιλοσοφικές | αμπελοφιλοσοφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμπελοφιλοσοφικός < αμπελοφιλόσοφος / αμπελοφιλοσοφία + -ικός
Επίθετο
αμπελοφιλοσοφικός
- (σπάνιο) που έχει σχέση με αμπελοφιλοσοφία ή αμπελοφιλόσοφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Πηγές
- αμπελοφιλοσοφικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
αμπελοφιλοσοφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.