αμοιβολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμοιβολόγιο | τα | αμοιβολόγια |
| γενική | του | αμοιβολόγιου & αμοιβολογίου |
των | αμοιβολόγιων & αμοιβολογίων |
| αιτιατική | το | αμοιβολόγιο | τα | αμοιβολόγια |
| κλητική | αμοιβολόγιο | αμοιβολόγια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμοιβολόγιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) κατάλογος στον οποίο καταγράφονται οι προβλεπόμενες αμοιβές προς κάποιους για έργο που παράγουν ή δικαιώματα που κατέχουν
Μεταφράσεις
αμοιβολόγιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.